Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔλεγχος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἔλεγχος, τό (ἐλέγχω), όνειδος, ντροπή, ατιμία, ύβρις, εξύβριση, ατίμωση, σε Όμηρ.· λέγεται για άνδρες, κάκ' ἐλέγχεα, ποταπές, άθλιες κατηγορίες για το δικό σου όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἔλεγχος, (ἐλέγχω), η κατά αντιπαράσταση εξέταση αντιδίκου, αποδεικτικό μέσο, δοκιμασία, σχολαστική έρευνα, ἔχειν ἔλεγχον, κάτι επιδέχεται ανασκευή, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἔλ.διδόναι τοῦ βίου, να λογοδοτώ για την ζωή μου, σε Πλάτ.· εἰςἔλ. πίπτειν, καταδικάζομαι, σε Ευρ.· οἱ περὶ Παυσανίαν ἔλ., οι αποδείξεις με τις οποίες αυτός καταδικάστηκε, σε Θουκ.