LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἔλαφος"
- ἐλᾰφος, ὁ και ἡ, ελάφι, είτε αρσενικό, είτε θηλυκο, ελαφίνα, σε Ομήρ. Ιλ.· κραδίην ἐλάφοιο (ἔχων), αυτός που έχει καρδιά ελαφιού, δηλ. ο δειλός, στο ίδ.
- ἐλᾰφοσ-σοΐα, ἡ (σεύω), κυνήγι ελαφιών, σε Ανθ.