Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔλαφος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἐλᾰφος, και , ελάφι, είτε αρσενικό, είτε θηλυκο, ελαφίνα, σε Ομήρ. Ιλ.· κραδίην ἐλάφοιο (ἔχων), αυτός που έχει καρδιά ελαφιού, δηλ. ο δειλός, στο ίδ.
ἐλᾰφοσ-σοΐα, (σεύω), κυνήγι ελαφιών, σε Ανθ.