LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἔκπλυτος"
- ἔκπλῠτος, -ον, αυτός που είναι ξεπλυμένος, ξεθωριασμένος, λέγεται για χρώματα, σε Πλάτ.· μεταφ., εξαγνισμένος, καθαρός από μίασμα, σε Αισχύλ.