LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἔκπαγλος"
- ἔκπαγλος, -ον, μετάθ. αντί ἔκπλαγος (από το ἐκπλήσσω)· I. 1. φρικτός, φοβερός, λέγεται για πρόσωπα· υπερθ. ἐκπαγλότατος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ. 2. επίρρ., φοβερά, σφοδρά, βίαια, υπερβολικά, σε Όμηρ.· επίσης ουδ. ως επίρρ., ἔκπαγλον και ἔκπαγλα, σε Ομήρ. Ιλ. II. στους μεταγεν. ποιητές, θαυμάσιος, θαυμαστός, σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. ἔκπαγλα, θαυμάσια, φοβερά, στον ίδ.