Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔγχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔγχος, τό, I. δόρυ, κοντάρι, λόγχη, συχνά στον Όμηρ., αυτό που αποτελείται από δύο μέρη, αἰχμή και δόρυ, δηλ. κεφαλή (λόγχη μεταλλική) και κοντάρι, σε Ομήρ. Ιλ. II. οποιοδήποτε όπλο, ξίφος, σπαθί, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., φροντίδος ἔγχος, σε Σοφ. (πιθ. συγγενές προς τη √ΑΚ σε ἀκή, ἀκών).