LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἔγκοτος"
- ἔγ-κοτος, -ον, I. αυτός που έχει μέσα του οργή, έχθρα, κακία, σε Αισχύλ. II. ως ουσ., μνησικακία, οργή, μίσος, ἔγκοτον ἔχειν τινί, να τρέφεις μίσος εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.