LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἔγκλημα"
- ἔγκλημα, -ατος, τό (ἐγκαλέω), κατηγορία, μήνυση, καταγγελία, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐγκλήματα ἔχειντινός = ἐγκαλεῖν τινι, σε Θουκ.· ἔγκλημα διαλύεσθαι, στον ίδ.
- ἐγκληματικός, -ή, -όν, επίδικος, σε Αριστ.