Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔαρ"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἔαρ, ἔᾰρος, τό, μεταγεν. Επικ. τύπος εἶαρ, εἴᾰρος· συνηρ. ἦρ, ἦρος· Λατ. ver, spring, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, στην αρχή της άνοιξης, σε Ομήρ. Οδ.· ἅμα τῷ ἔαρι, στο ξεκίνημα της άνοιξης, σε Ηρόδ.· ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον, σε Σοφ.· μεταφ., στην ακμή ή στην καλύτερη περίοδο της ζωής, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἔαρ ὁρᾶν, αυτός που δείχνει ακμαίος και σπινθηροβόλος, σε Θεόκρ.· γενύων ἔαρ, δηλ. το πρώτο χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι ενός νέου, σε Ανθ.
ἐαρίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, περνώ την άνοιξη, σε Ξεν.
ἐαρῐνός, , -όν, Επικ. εἰαρινός· σε άλλους ποιητές, ἠρινός· Λατ. vernus, ανοιξιάτικος, εἰαρινὴ ὥρη, η εποχή της άνοιξης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ουδ. ἠρινόν, -νά, ως επίρρ., την περίοδο της άνοιξης, σε Ευρ.· ἠρινὰ κελαδεῖν, λέγεται για το χελιδόνι, σε Αριστοφ.
ἐαρο-τρεφής, -ές (τρέφω), αυτός που ευδοκιμεί την άνοιξη, σε Μόσχ.