Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἑτοῖμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐτοῖμος, -ον ή , -ον, στην Αττ. επίσης, ἕτοιμος· I. 1. πρόχειρος, διαθέσιμος, έτοιμος, προετοιμασμένος, λέγεται για φαγητό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ἑτ. χρήματα, έτοιμα χρήματα, διαθέσιμα χρήματα, χρήματα στο χέρι, στον ίδ.· ἑτ. ποιεῖσθαι, να ετοιμάζει κάποιος, τον ίδ.· ἐξ ἑτοίμου, εκ του προχείρου, δίχως προετοιμασία ή προπαρασκευή, αυθόρμητα, πάραυτα, αμέσως, σε Ξεν.· τὰ ἑτοῖμα, ό,τι περιέρχεται στην ιδιοκτησία κάποιου, σε Θουκ. 2. λέγεται για το μέλλον, αυτός που είναι σίγουρος ότι θα γίνει, βέβαιος, ασφαλής, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, εύκολος να γίνει, εφικτός, πραγματοποιήσιμος, στο ίδ. 3. λέγεται για το παρελθόν, αυτός που επιτεύχθηκε, εκπληρώθηκε, που έγινε καλά, ο καλά καμωμένος, σε Όμηρ. II. λέγεται για πρόσωπα ή για θέληση, έτοιμος, ενεργητικός, δραστήριος, πρόθυμος, Λατ. paratus, promptus, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· εἴς ή πρός τι, σε Ηρόδ., Ξεν.· με απαρ., έτοιμος να κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Αττ.· τὸ ἕτοιμον, ετοιμότητα, προθυμία, αποφασιστικότητα, σε Ευρ. III. επίρρ. -μως, πρόθυμα, σε Θουκ. κ.λπ.