LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἑταιρεία"
- ἑταιρεία ή ἑταιρία, Ιων. -ηΐη, ἡ (ἑταῖρος),· I. 1. συντροφιά, παρέα, σύνδεσμος, οργάνωση, σωματείο, συνεταιρισμός, σύλλογος, συντεχνία, αδελφότητα, σε Ηρόδ., Αττ. 2. στην Αθήνα, πολιτικός σύλλογος, όμιλος ή σωματείο, ένωση για εξυπηρέτηση κομματικών σκοπών, σε Θουκ. κ.λπ. II. γενικά, φιλική σχέση, φιλία, σε Δημ.