Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἑστία"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
ἑστία, Ιων. ἱστίη, , I. 1. εστία, παραγώνι σπιτιού, πυροστιά, τζάκι, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· βωμός των οικιακών, οικογενειακών θεών και άσυλο για τους ικέτες (ἐφέστιοι), ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι, σε Θουκ. 2. το ίδιο το σπίτι, κατάλυμα, κατοικία, οικογένεια (όπως λέμε το «σπίτι» με την έννοια της οικογενειακής θαλπωρής), σε Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., λέγεται για την τελευταία κατοικία, τον τάφο, σε Σοφ. 3. φαμίλια, οικογένεια, σε Ηρόδ. 4. βωμός, θυσιαστήριο, σε Τραγ.· γᾶς μεσόμφαλος ἑστ., λέγεται για το Δελφικό ιερό, σε Ευρ. II. ως κύριο όνομα Ἑστία, Ιων. Ἱστίη, Ρωμ. Vesta, θυγατέρα, κόρη του Κρόνου και της Ρέας, προστάτιδα του οίκου και της οικογενείας, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
ἑστίᾱμα, -ατος, τό (ἑστιάω), φιλοξενία, περιποίηση, συμπόσιο, συνεστίαση, σε Ευρ.
Ἑστιάς, -άδος, (Ἑστία), παρθένα ιέρεια της Εστίας, σε Πλούτ.
ἑστίᾱσις, -εως, , συμπόσιο, συνεστίαση, περιποίηση φιλοξενουμένων, σε Θουκ., Πλάτ.
ἑστιάτωρ[ᾱ], -ορος, , αυτός που παραθέτει συμπόσιο, οικοδεσπότης, αυτός που προσκαλεί σε γεύμα ή δείπνο, αυτός που φιλοξενεί, σε Πλάτ.· στην Αθήνα, ο πολίτης που ήταν σειρά του να παραθέσει δείπνο στη φυλή του, σε Δημ.
ἑστιάω, Ιων. ἱστιάω, παρατ. εἱστίων, Ιων. γʹ ενικ. ἱστία· μέλ. ἑστιάσω [ᾱ]· αόρ. αʹ εἱστίᾱσα, παρακ. εἱστίᾱκα (ἑστίαI. 1. δέχομαι, φιλοξενώ στην εστία μου ή στο σπίτι μου, φιλοξενώ, περιποιούμαι, παραθέτω γεύμα, φιλεύω, τέρπω, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., παραθέτω γεύμα, σε Πλάτ. 2. με σύστ. αντ., γάμους ἑστιᾶν, παραθέτω γαμήλιο γεύμα, σε Ευρ., Αριστοφ.· ἑστ.νικητήρια, σε Ξεν. II. Παθ. με Μέσ. μέλ. ἑστιάσομαι, αόρ. αʹ εἱστιάθην, παρακ. εἱστίᾱμαι, Ιων. απαρ. ἱστιῆσθαι· φιλοξενούμαι, συμμετέχω σε συμπόσιο, γλεντοκοπώ, φιλεύομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ἑστ. ἐνύπνιον, έχω ένα φανταστικό δείπνο, «δειπνώ μαζί με τον Βαρμηχίδη», σε Αριστοφ.