LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἑρμηνεύω"
- ἑρμηνεύω, μέλ. -σω (ἑρμηνεύς)· I. μεταφράζω ξένες γλώσσες, σε Ξεν. II. 1. εξηγώ με λέξεις, εκφράζω, σε Θουκ. κ.λπ. 2. εξηγώ, αναπτύσσω, σε Σοφ., Πλάτ.