Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἑρμηνεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἑρμηνεύς, -έως, (Ἑρμῆς, ο αγελλιαφόρος των θεών)· I. εξηγητής, διερμηνέας, μεταφραστής, ιδίως, λέγεται για ξένες γλώσσες, ερμηνευτής για ταξιδιώτες στην Εγγύς Ανατολή, σε Ηρόδ., Ξεν. II. εξηγητής, ερμηνευτής, σε Αισχύλ.