LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἑορτή"
- ἑορτή, Ιων. ὁρτή, ἡ, 1. γλέντι ή πανηγύρι, γιορτή, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ὁρτὴν ή ἑορτὴν ἄγειν, εορτασμός, στον ίδ., Θουκ.· ἑορτὴν ἑορτάζειν, σε Ξεν. 2. γενικά, παραθερισμός, τέρψη, διασκέδαση, σε Αισχύλ., Θουκ.