Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἑκών"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν, 1. πρόθυμος, θεληματικός, εθελούσιος, αυτός που έχει ελεύθερη προαίρεση, πρόθυμος, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. επίτηδες, σκόπιμα, εκούσια, ἑκὼνἡμάρτανε φωτός, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 3. στον πεζό λόγο, ἑκὼν εἶναι ή ἑκών, όσο εξαρτάται από τη δική μου θέληση, κυρίως με άρνηση, σε Ηρόδ., Πλάτ.