Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἑκάς"

Βρέθηκαν 12 λήμματα [1 - 12]
ἑκάς[ᾰ], Αττ. ἕκας, επίρρ., I. 1. μακριά, μακριά από, Λατ. procul, σε Όμηρ., Τραγ.· οὐχ ἑκάς, σε Θουκ.· με γεν., μακριά από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ἑκὰς ἀπὸ τοῦ τείχεος, στο ίδ. 2. Συγκρ. ἑκαστέρω, μακρύτερα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με γεν., σε Ηρόδ.· επίσης ἑκαστέρω, σε Θεόκρ.· υπερθ., ἑκαστάτω, πάρα πολύ μακριά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἑκαστάτω τινός, πάρα πολύ μακριά από..., στον ίδ. II. λέγεται για χρόνο, οὐχ ἑκὰς χρόνου, σε όχι μακρινό χρονικό διάστημα, στον ίδ.
ἑκαστάτω, υπερθ. του ἑκάς, βλ. αυτ.
ἑκασταχόθεν (ἕκαστος), επίρρ., από κάθε πλευρά, σε Θουκ., Ξεν.
ἑκασταχόθι (ἕκαστος), επίρρ., στην κάθε πλευρά, σε Πλούτ.
ἑκασταχοῖ (ἕκαστος), επίρρ., προς κάθε πλευρά, με κάθε τρόπο, σε Πλούτ.
ἑκασταχόσε (ἕκαστος), επίρρ., προς κάθε πλευρά, σε Θουκ.
ἑκασταχοῦ (ἕκαστος), επίρρ., παντού, σε Θουκ. κ.λπ.
ἑκαστέρω, συγκρ. του ἑκάς, βλ. αυτ.
ἑκάστοθι, επίρρ., για καθετί ή για τον καθένα, σε Ομήρ. Οδ.
ἕκαστος, , -ον, I. έκαστος, καθείς, καθένας, Λατ. quisquie, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο ενικ. συχνά συνοδεύεται από ένα ρήμα στον πληθ., ἔβαν οἴκονδε ἕκαστος, επέστρεψαν όλοι τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἕκαστος ἐπίστασθε, σε Ξεν.· ο ενικ. επίσης τίθεται παράλληλα με ουσ. πληθ., Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε τρόμος (αντί Τρώων ἕκαστον), φόβος κατέλαβε καθένα από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ. II. στον πληθ., όλοι κι ο κάθε ένας ξεχωριστά, σε Όμηρ. III. 1. πιο συγκεκριμένα, εἷς ἕκαστος, Λατ. unusquisque, ο καθένας χωριστά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καθ' ἕκαστον, ξεχωριστά, ιδιαίτερα, από μόνο του, Λατ. singulatim, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. ὡς ἕκαστοι, καθένας από μόνος του, σε Ηρόδ. κ.λπ.
ἑκάστοτε (ἕκαστος), επίρρ., κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἑκάστοτ' ἀεί, σε Αριστοφ.
ἑκαστοτέρω, επίρρ. όπως το ἑκαστέρω, βλ. ἑκάς.