LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐφιζάνω"
- ἐφ-ιζάνω, μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάθομαι πάνω σε ή μέσα σ' ένα μέρος, κατακαθίζω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν, ο ύπνος κάθησε πάνω στα βλέφαρα, στο ίδ.