Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐφημέριος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐφ-ημέριος, Δωρ. ἐφ-ᾱμ-, -ον και , -ον (ἡμέρα),· 1. αυτός που είναι μέσα στην ημέρα, συμβαίνει κατά τη διάρκειά της ή ανήκει σε αυτήν, ημερήσιος, ημερόβιος, σε Ομήρ. Οδ.· τη μέρα, σε Πίνδ. 2. λέγεται μόνο για μια μέρα, ημερήσιος, καθημερινός, ἐφημέρια φρονέοντες, σκεφτόμενοι μόνο για τη συγκεκριμένη ημέρα, δηλ. καθόλου για την αυριανή, σε Ομήρ. Οδ.· συχνά, λέγεται για ανθρώπους, ἐφημέριοι, πλάσματα εφήμερα, σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. μισθωμένος με τη μέρα, ημερήσιος υπηρέτης, σε Θέογν.