Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐφίστημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐφ-ίστημι, Ιων. ἐπ-:
Α.
μτβ. στον ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ· I. βάζω ή τοποθετώ, στήνω πάνω σε, τί τινι, σε Θουκ.· τι ἐπί τινί, σε Ξεν.· μεταφ., ἐφ. μοῖραν βίῳ, σε Πλάτ. II. βάζω πάνω από άλλο, Λατ. praeficere, ἐφ. τινα ὕπαρχόν τισι, σε Ηρόδ. κ.λπ. III. ορίζω, ιδρύω, εγκαινιάζω αγώνες, στον ίδ. IV.τοποθετώ δίπλα σε, ἱππέας ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα (περὶ τὸ σ.), στον ίδ. V. σταματώ, παύω, ανακόπτω, Λατ. inhibere, σε Ξεν.· απόλ., ἐπιστήσας (ενν. ἑαυτόν, τὸν ἵππον), έχοντας σταματήσει, στον ίδ. VI.ἐφίστημι τὴν γνώμην κατά τι, προσηλώνομαι σε κάτι, φροντίζω γι' αυτό, και έπειτα, απόλ., δίνω προσοχή, σε Πλούτ. Β. αμτβ. στη Μέσ. και Παθ., ἐφίσταμαι, αόρ. αʹ ἐπεστάθην, με Ενεργ. παρακ., υπερσ. και αόρ. βʹ· I. 1. κάθομαι πάνω σε, στέκομαι επάνω, πύργῳ, δίφρῳ, ἐπὶ βηλῷ, σε Ομήρ. Ιλ. 2. επιβάλλομαι πάνω σε, τινι, σε Σοφ. 3. στέκομαι στην κορυφή ή στην επιφάνεια, τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος, δηλ. το ανθόγαλα, σε Ηρόδ. II. τοποθετούμαι πιο πάνω από, επιστατώ, Λατ. praeesse, με δοτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., βρίσκομαι σε εξουσία, έχω τον έλεγχο, επιβλέπω, σε Ηρόδ. κ.λπ. III. 1. στέκομαι κοντά ή δίπλα, ἀλλήλοισι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για όνειρα ή οράματα, εμφανίζομαι, εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος, σε Ηρόδ. 2. με εχθρική σημασία, στέκομαι αντίθετα, αντιτίθεμαι, αντιστέκομαι, αντιτάσσομαι, ανθίσταμαι, σε Όμηρ.· εμφανίζομαι αιφνίδια, σε Θουκ. 3. λέγεται για γεγονότα, επίκειμαι, είμαι κοντά, Λατ. instare, Κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· πρίν μοι τύχη ἐπέστη, σε Σοφ. IV. σταματώ, παύω, διακόπτω την πορεία μου, σε Ξεν.· με γεν., ἐπ. τοῦ πλοῦ, σε Θουκ. V. προσηλώνω το νου μου σε κάτι, δίνω την προσοχή μου σε, τινι, σε Ευρ., Δημ. Γ. Μέσ. αόρ. αʹ, μτβ., τοποθετώ, ορθώνω, εγκαθιστώ, τὰς θύρας, σε Ξεν.· τοποθετώ, ορίζω, διορίζω, φρουρούς, στον ίδ.