Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐφήμερος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐφ-ήμερος, -ον, Δωρ. ἐφ-άμ-, Αιολ. ἐπ-άμ-, (ἡμέρα),· I. 1. αυτός που ζει, διαρκεί μόνο μια μέρα, βραχύβιος, πρόσκαιρος, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ. 2. λέγεται για ανθρώπους, ἐφήμεροι, πλάσματα εφήμερα, σε Πίνδ., Αισχύλ. II. λέγεται για την ημέρα, ημερήσιος, καθημερινός, σε Πλούτ. κ.λπ. III. φάρμακον ἐφ., αυτό που επιφέρει θάνατο την ίδια ακριβώς μέρα, αυθημερόν, στον ίδ.