Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐσθλός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐσθλός, , -όν, Δωρ. ἐσλός, , -όν, όπως το ἀγαθός· 1. καλός στο είδος του, αγαθός, γενναίος, ισχυρός, σε Όμηρ., ιδίως, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, πλούσιος, σε Ησίοδ.· ευγενής, αντίθ. προς το κακός (βλ. ἀγαθός I), εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή, σε Σοφ. 2. λέγεται για πράγματα, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. καλός, ευοίωνος, ευνοϊκός, αίσιος, τυχερός, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. 4. ως ουσ., ἐσθλά, τά, τα αγαθά, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά, ἐσθλόν, τό, καλή τύχη, ευτυχία, σε Όμηρ. 5. ἐσθλόν (ἐστι), με απαρ., είναι καλό να, είναι πρόσφορο να, σε Ομήρ. Ιλ.