Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐσθής"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἐσθής, -ῆτος, Δωρ. ἐσθάς, -ᾶτος, (ἕννυμι),· I. ένδυμα, ρούχα, ενδυμασία, αμφίεση, περιβολή, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., λέγεται για τα ρούχα πολλών ανθρώπων, σε Αισχύλ. II. περιληπτικά, ενδύματα, ρούχα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
ἔσθησις, -εως, (ἐσθέω), ένδυση, ένδυμα, αμφίεση, περιβολή, σε Κ.Δ.