Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐρῆμος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἐρῆμος, -ον ή , -ον, απομονωμένος, μοναχός, αποξενωμένος, μονήρης· 1. λέγεται για τόπους, σε Ηρόδ., Αττ.· τὰἔρ., έρημες, απομονωμένες περιοχές, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡἐρῆμος (ενν. χώρα), στον ίδ. 2. λέγεται για πρόσωπα ή ζώα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· αβοήθητος, εγκαταλελειμμένος, σε Σοφ., Δημ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ., ἔρημα κλαίω, θρηνώ μόνος μου, σε Ευρ. 3. λέγεται για καταστάσεις, σε Σοφ. II. 1. με γεν., στερημένος, κενός από, σε Ηρόδ., Αττ. 2. λέγεται για πρόσωπα, χωρίς αρνητική σημασία, ελεύθερος, απαλλαγμένος από, ἐρῆμος ὅπλων, σε Ηρόδ. III. ἐρήμη δίκη, , δίκη κατά την οποία δεν παρουσιάζεται ο εναγόμενος και η απόφαση αποβαίνει εναντίον του, καταδικάζεται ερήμην, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως ἐρήμη ή ἔρημος (χωρίς το δίκη), ἐρήμην εἷλον, κέρδισα τη δίκη επειδή ο αντίδικος δεν παρουσιάστηκε, σε Δημ.· ἔρημον ὦφλε, καταδικάστηκε ερήμην, στον ίδ.· ἐρήμην κατηγορεῖν, είμαι κατήγορος σε υπόθεση όπου δεν υπάρχει υπεράσπιση, σε Πλάτ.
ἐρημοσύνη, , απομόνωση, εξορία, ερημία, σε Ανθ.