Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐρύκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐρύκω[ῡ], Επικ. απαρ. ἐρῡκέμεν· μέλ. ἐρύξω, αόρ. αʹ ἤρυξα, Επικ. ἔρυξα· Επικ. αόρ. βʹ ἠρύκᾰνον ή ἐρύκᾰνον, απαρ. ἐρῡκᾰκέειν (συγγενές προς το ἐρύωI. 1. αναχαιτίζω, συγκρατώ, κρατώ τον έλεγχο, περιορίζω, εμποδίζω, σε Όμηρ.· με γεν., μή με ἔρυκε μάχης, μη με συγκρατείς από τη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ευρ.· απόλ., κωλύω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. φιλοξενώ, έχω ως φιλοξενούμενο, σε Όμηρ.· αλλά επίσης, κρατώ με τη βία, παρακρατώ, εμποδίζω, περιορίζω, στον ίδ. 3. απομακρύνω, αποκρούω, Λατ. arcere, ἄκοντα, λιμόν, στον ίδ. 4. κρατώ χωριστά, ξεχωρίζω, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. Παθ., συγκρατούμαι, τίθεμαι υπό κράτηση, περιορίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.· μένω πίσω, δεν προχωρώ, στο ίδ. 2. εμποδίζομαι, σε Ηρόδ. 3. ἀνέδην χῶρος ἐρύκεται, ο τόπος φυλάσσεται πλημμελώς, δηλ. είναι προσβάσιμος σε όλους, σε Σοφ.