LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐρωτάω"
- ἐρωτάω, Επικ. εἰρωτά, Ιων. -έω, παρατ. ἠρώτων, Ιων. εἰρώτεον ή -ευν· μέλ. -ήσω (ἔρομαι)· I. 1. ρωτώ κάποιον για κάτι, τινάτι, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., ερωτώμαι, ρωτιέμαι, τι, σε Ξεν. 2. ἐρ. τι, ρωτώ για κάτι, σε Αισχύλ. — Παθ., τὸ ἐρωτηθέν, τὸ ἐρωτώμενον, η ερώτηση, το ερώτημα, σε Θουκ., Ξεν. II. ζητώ πληροφορίες για κάτι, ζητώ να μάθω κάτι από κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., ρωτιέμαι, ανακρίνομαι, στον ίδ. III. αἰτέω, ζητώ, δηλ. παρακαλώ, εκλιπαρώ, ικετεύω, σε Κ.Δ.