Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐρυθρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐρυθρός, , -όν· (το φύσει, έτσι ώστε οι ορθοί τύποι συγκρ. και υπερθ. είναι -ώτερος, -ώτατοςI. κόκκινος, Λατ. ruber, λέγεται για το χρώμα του νέκταρος και του κρασιού, σε Όμηρ.· του χαλκού, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον χρυσό, σε Θέογν.· λέγεται για το μίνιο, σε Ηρόδ.· λέγεται για το αίμα, σε Αισχύλ. II. Ἐρυθρὴ θάλασσα, στον Ηρόδ., η Ερυθρά θάλασσα, που συμπεριελάμβανε όχι μόνο την Ερυθρά θάλασσα ή Αραβικό Κόλπο, αλλά και τον Ινδικό Ωκεανό· έπειτα επίσης, λέγεται και για τον Περσικό Κόλπο, σε Ξεν.