Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐρεύγομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐρεύγομαι, I. 1. ξερνώ, εξεμώ, Λατ. eructare, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., ρεύομαι, ξερνώ, Λατ. ructare, σε Ομήρ. Οδ. 2. μεταφ., λέγεται για τη θάλασσα, κλυδωνίζομαι, είμαι ταραγμένος, «ξερνώ» αφρούς, χτυπώ με μανία στην ξηρά, σε Όμηρ. II. στον Ενεργ. αόρ. βʹ ἤρῠγον, απαρ. ἐρῠγεῖν, μτχ. ἐρυγών, βρυχώμαι, μουγκρίζω, κυρίως λέγεται για τα βόδια (πρβλ. ἐρύγμηλος), ἤρυξεν ὡς ὅτε ταῦρος ἤρυγεν, σε Ομήρ. Ιλ.