Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐρεμνός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐρεμνός, , -όν, συγκοπτ. από ἐρεβεννός (πρβλ. Ἔρεβος), μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός, κατάμαυρος, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., ἐρεμνὴ φάτις, σκοτεινή φήμη, σε Σοφ.