Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐρείπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐρείπω, Επικ. παρατ. ἔρειπον, μέλ. ἐρείψω, αόρ. αʹ ἤρειψα· αμτβ., σε αόρ. βʹ ἤρῐπον, και παρακ. ἐρήρῐπαΠαθ., αόρ. αʹ ἠρείφθην, αόρ. βʹ ἠρίπην [ῐ], Παθ. παρακ. ἐρήριμμαι, Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. ἐρέριπτο· I. καταρρίπτω, καταβάλλω, κατακρημνίζω, καταστρέφω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· μεταφ., ἐρείπει γένος θεῶν τις, κάποιος θεός φέρνει την καταστροφή τους, σε Σοφ.Παθ., ρίχνομαι, συντρίβομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν ἐρειπίοις νεκρῶν ἐρειφθείς, σωριασμένος ανάμεσα στα απομεινάρια των νεκρών, σε Σοφ.· ἐρείπεται κτύπος, ξεσπά κεραυνός, στον ίδ. II. αμτβ., στον αόρ. βʹ ἤρῐπον, Επικ. ἔρῐπον, καταπίπτω, πέφτω κατακέφαλα, σε Όμηρ.