Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐργαστήριον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐργαστήριον, τό, οποιοδήποτε μέρος στο οποίο εκτελείται εργασία, εργαστήριο, κατασκευαστήριο, σε Ηρόδ., Αττ.· μεταλλείο, λατομείο, ορυχείο, σε Δημ.· χασάπικο, κρεοπωλείο, σε Αριστοφ.