LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐρατεινός"
- ἐρᾰτεινός, -ή, -όν, εράσμιος, γοητευτικός, σε Όμηρ.· λέγεται για άνθρωπο, ἑτάροις ἐρατεινός, ευπρόσδεκτος, αγαπητός στους συντρόφους του, σε Ομήρ. Οδ.