Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐραστής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐραστής, -οῦ, (ἔραμαι), εραστής, αγαπητικός, κυρίως λέγεται για πρόσωπα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για πράγματα, τυραννίδος, σε Ηρόδ.· πολέμων, σε Ευρ.· ἐρ. πραγμάτων = πολυπράγμων, σε Αριστοφ.· ἐρ. τοῦ πονεῖν, αυτός που αγαπάει την εργασία, τη δουλειά, στον ίδ.· ἐρ. ἐπαίνου, σε Ξεν.