Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐρίβρομος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐρί-βρομος, -ον (βρέμω), αυτός που φωνάζει δυνατά, βροντόφωνος, σε Ομηρ. Ύμν.