Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐρέσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐρέσσω, Επικ. απαρ. ἐρεσσέμεναι, παρατ. ἔρεσσον, αόρ. αʹ ἤρεσα· I. κωπηλατώ, σε Όμηρ., Σοφ.· λέγεται για πτηνά που πετούν, πτεροῖς ἐρ., σε Ευρ. II. 1. μτβ., σπεύδω τραβώντας κουπί· μεταφ., γόων ἐρέσσετ' πίτυλον, κρατάτε με τα χέρια τον ρυθμό (δηλ. χτυπώντας τα), που έχουν οι θρήνοι, σε Αισχύλ.Παθ., κωπηλατούμαι, στον ίδ.· λέγεται για πουλιά, πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι, με φτερά σαν κουπιά (πρβλ. remigio alarumτου Βιργ.), στον ίδ. 2. γενικά, θέτω σε γρήγορη κίνηση, κινώ γρήγορα, τὸν πόδα, σε Ευρ.· μεταφ., ἐρ. ἀπειλάς, θέτω απειλές σε ισχύ, σε Σοφ.· ἐρ. μήτιν, στον ίδ.Παθ., λέγεται για το τόξο, κρατιέμαι στο χέρι, τεντώνομαι, στον ίδ. III. κωπηλατώ και διέρχομαι τη θάλασσα, σε Ανθ.