Αποτελέσματα για: "ἐράω"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
ἐράω (Α), χρησιμ. στην Ενεργ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. (στους Ποιητές ἔραμαι, ἠράμην)· παρατ. ἤρων — Παθ., βʹ ενικ. ευκτ. ἐρῷο, απαρ. ἐρᾶσθαι, μτχ. ἐρώμενος· αλλά, ἐράομαι, επίσης ως αποθ., γʹ ενικ. ἐρᾶται· I. αγαπώ, είμαι ερωτευμένος, με γεν. προσ., σε Ξεν. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., ἐρᾶνἔρωτα, σε Ευρ.· απόλ., ἐρῶν, εραστής, αντίθ. προς ἡ ἐρωμένη, η αγαπημένη, σε Ηρόδ. II. λέγεται για πράγματα, αγαπώ ή ποθώ παθιασμένα, τυραννίδος, σε Αρχίλ.· μάχης, σε Αισχύλ.· και με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι,σε Σοφ., Ευρ.
-
ἐράω (Β), εκχέω, χύνω έξω, εξεμώ, σε Αισχύλ.