Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐράω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἐράω (Α), χρησιμ. στην Ενεργ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. (στους Ποιητές ἔραμαι, ἠράμηνπαρατ. ἤρωνΠαθ., βʹ ενικ. ευκτ. ἐρῷο, απαρ. ἐρᾶσθαι, μτχ. ἐρώμενος· αλλά, ἐράομαι, επίσης ως αποθ., γʹ ενικ. ἐρᾶται· I. αγαπώ, είμαι ερωτευμένος, με γεν. προσ., σε Ξεν. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., ἐρᾶνἔρωτα, σε Ευρ.· απόλ., ἐρῶν, εραστής, αντίθ. προς ἡ ἐρωμένη, η αγαπημένη, σε Ηρόδ. II. λέγεται για πράγματα, αγαπώ ή ποθώ παθιασμένα, τυραννίδος, σε Αρχίλ.· μάχης, σε Αισχύλ.· και με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι,σε Σοφ., Ευρ.
ἐράω (Β), εκχέω, χύνω έξω, εξεμώ, σε Αισχύλ.