LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπῳδός"
- ἐπῳδός, -όν (ἐπᾴδω)· I. 1. καθετί που λέγεται επανειλημμένα· ως ουσ., μάγος, σαγηνευτής, σε Ευρ.· με γεν., αυτό που ενεργεί, που δρα ως ξόρκι, σε Αισχύλ., Πλάτ. 2. Παθ., αυτό που άδεται, τραγουδιέται, ψάλλεται· μορφῆς ἐπῳδόν, καλείται, ονομάζεται έτσι από την μορφή του, σε Ευρ. II. στη Μετρική, ἐπῳδός, ὁ, στροφή, στίχος ή αποστροφή ανά διαστήματα, επωδός, επαναλαμβανόμενος στίχος, ρεφραίν, όπως σε Θεόκρ.