
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπώνυμος"
- ἐπ-ώνῠμος, -ον (ὄνυμα, Αιολ. αντί ὄνομα)· I. 1. φερώνυμος, τῷ Ὀδυσεὺς ὄνομ' ἐστιν ἐπώνυμος, Οδυσσέας είναι το όνομα που του δόθηκε, σε Ομήρ. Οδ.· Ἀλκυόνην καλέεσκον ἐπώνυμον, την αποκαλούσαν Αλκυόνη στο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἀρήτη δ' ὄνομ' ἐστὶν ἐπώνυμον, Αρετή (Ποθητή) είναι το όνομα που της δόθηκε, σε Ομήρ. Οδ. 2. γνωστός και ως, επονομαζόμενος, σε Ηρόδ. 3. αυτός που παίρνει το όνομά του από κάποιον ή κάτι, με γεν., στον ίδ., σε Τραγ.· επίσης, ἐπ. ἐπί τινος, σε Ηρόδ. II. 1. Ενεργ., αυτός που δίνει το όνομά του σε κάτι ή κάποιον, ἐπώνυμον (ενν. τὸ σάκος), εκείνο που σου δίνει το όνομά σου (λέγεται για τον Ευρυσάκη), σε Σοφ. 2. α) στην Αθήνα, οἱ ἐπώνυμοι (ενν. ἥρωες), ήρωες από τους οποίους πήραν τα ονόματά τους οι Αττικές φυλές (φυλαί), σε Δημ. β) ἄρχων ἐπ., ο πρώτος άρχοντας (από τους εννέα άρχοντες στην Αθήνα), ο οποίος έδινε το όνομά του στο τρέχον έτος.