Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπουρίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπ-ουρίζω, μέλ. -σω, πνέω ευνοϊκά πάνω από, λέγεται για ευνοϊκό, ούριο άνεμο (οὖρος), ἐπ. τὴν ὀθόνην, φουσκώνω τα πανιά, σε Λουκ.· μεταφ., φρόνημα ἐπουρίζω, αλλάζω την άποψη κάποιου με επιτυχία πάνω σε ένα ζήτημα, σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., πνεῦμα αἱματηρὸν ἐπουρίζω τινί (λέγεται για τις Ερινύες), στέλνω, εξαπολύω εναντίον του θύελλα, άνεμο δολοφονικής πνοής, σε Αισχύλ.