Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐποπτεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐποπτεύω, μέλ. -σω (ἐπόπτηςI. επιθεωρώ, επιτηρώ, παρακολουθώ, επιβλέπω, λέγεται για επόπτη, επιστάτη, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, επισκέπτομαι, πλήττω, τιμωρώ, στον ίδ., Πλάτ. II. γίνομαι ἐπόπτης, γίνομαι δεκτός στα ανώτατα μυστήρια, σε Επικ. Πλάτ.· παροιμ., κατακτώ την ύψιστη, απόλυτη, επίγεια, ανθρώπινη ευτυχία, σε Αριστοφ.