Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιψηφίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-ψηφίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. 1. θέτω θέμα προς ψηφοφορία (το έργο του Προέδρου) στην Αθηναϊκή Βουλή ή Εκκλησία του Δήμου, ἐπ. τὰς γνώμας, σε Αισχίν., Δημ.· με απαρ., θέτω σε ψηφοφορία, σε Θουκ. 2. απόλ., θέτω ζήτημα σε ψηφοφορία, στον ίδ., Ξεν.· 3. ἐπιψηφίζω τινί, θέτω θέμα για λογαριασμό ή για την τύχη κάποιου, σε Ηρόδ. 4. ἐπιψηφίζω τοὺς παρόντας, θέτω το θέμα στους παρευρισκομένους, λαμβάνω, παίρνω την ψήφο τους, σε Πλάτ. II. Παθ., τίθεμαι σε ψηφοφορία, σε Αισχίν. III. Μέσ., λέγεται για τους ψηφοφόρους, ψηφίζω, εγκρίνω, σε Λουκ.