LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπιχώριος"
- ἐπι-χώριος, -α, -ον ή -ος, -ον (χώρα),· I. αυτός που βρίσκεται στη χώρα ή έρχεται από τη χώρα, εγχώριος, ντόπιος· 1. λέγεται για ανθρώπους, οἱ ἐπιχώριοι, οι κάτοικοι μιας χώρας, γηγενείς, ιθαγενείς, σε Ηρόδ.· οἱ ἐπιχώριοι χθονός, σε Σοφ., Ευρ. 2. λέγεται για πράγματα, αυτά που προέρχονται ή χρησιμοποιούνται στη χώρα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συχνά, τὸ ἐπιχώριον, τοὐπιχώριον, τα τοπικά έθιμα της χώρας, έθιμο, τρόπος, επικρατούσα συνήθεια, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· ἐπιχώριον ὂν ἡμῖν, με απαρ., όπως συνηθίζει η χώρα μας, σε Θουκ. II. επίρρ. -ίως, σε Αριστοφ.

