LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπιχορηγέω"
- ἐπι-χορηγέω, μέλ. -ήσω, προμηθεύω, εφοδιάζω επιπλέον, παρέχω, τί τινι, σε Κ.Δ. — Παθ., στο ίδ.

