Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιτυγχάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-τυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ ἐπέτῠχον· I. κυρίως, πετυχαίνω τον στόχο· απ' όπου, βρίσκω τυχαίως ή τυχαία πέφτω πάνω σε, συναπαντώ, αντιμετωπίζω· 1. με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. με γεν., σε Αριστοφ., Θουκ. 3. απόλ., ὁ ἐπιτυχών όπως το ὁ τυχών, το πρώτο πρόσωπο που συναντά κάποιος, ο οιοσδήποτε, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. 1. κατορθώνω, καταφέρνω να, φθάνω σε, πετυχαίνω τον σκοπό μου, με γεν. πράγμ., σε Ξεν., Δημ. 2. με μτχ., πετυχαίνω κάνοντας κάτι, σε Ηρόδ. 3. με δοτ. τρόπου, είμαι επιτυχημένος σε κάτι, μάχῃ, σε Αισχίν.· απόλ., κατορθώνω, πετυχαίνω, είμαι επιτυχημένος, σε Πλάτ., Ξεν. III. ἐπιτυγχάνω βιβλίῳ, το παίρνω και το διαβάζω, σε Λουκ.