Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιτρέπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-τρέπω, Ιων. -τράπω, μέλ. -τρέψω, αόρ. αʹ -έτρεψα, Ιων. -έτραψα· αόρ. βʹ -έτραπονΠαθ. και Μέσ., Ιων. αόρ. αʹ -ετράφθην· Παθ. αόρ. βʹ -ετράπην, Μέσ. -ετρᾰπόμην· I. 1. κυρίως, στρέφω προς, σε Μέσ. αόρ. βʹ, θυμὸς ἐπετράπετο εἴρεσθαι, η ίδια η καρδιά σου σε έσπρωχνε να ρωτήσεις, σε Ομήρ. Οδ. 2. τρέπω κάτι, το στρέφω πάνω σε, εμπιστεύομαι ή αναθέτω σε κάποιον ως θεματοφύλακα, φρουρό, διαχειριστή, μεταφέρω, κληροδοτώ, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., σοὶ ἐπέτρεψεν πονέεσθαι, εσένα μόνο άφησε να κοπιάζεις, σε Ομήρ. Ιλ. 3. με δοτ. μόνο, έχω εμπιστοσύνη σε, έχω πίστη, στηρίζομαι, βασίζομαι σε, σε Όμηρ., Ηρόδ.· αναφέρω, παραπέμπω το θέμα σε κάποιον, το αφήνω στην κρίση του, σε Αριστοφ., Θουκ.· ομοίως, στη Μέσ., εμπιστεύομαι, αφήνω την υπόθεσή μου σε κάποιον, τινι, σε Ηρόδ. 4. Παθ., δίνομαι, ανατίθεμαι, ᾧ λαοί τ' ἐπιτετράφαται (γʹ πληθ. παρακ. αντί ἐπιτετραμμένοι εἰσί), σε Ομήρ. Ιλ.· τῇς (ενν. Ὥραις) ἐπιτέτραπται οὐρανός, οι πύλες του ουρανού έχουν δοθεί σε αυτές (ώστε να τις ανοίγουν και να τις κλείνουν), στο ίδ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., ἐπιτρέπομαί τι, επιφορτίζομαι με, μου έχει ανατεθεί κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. παραδίδω, παραχωρώ, Ποσειδάωνι νίκην ἐπέτρεψας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ. τινί, με απαρ., παραχωρώ, επιτρέπω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. αμτβ., υποκύπτω, υποχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. III. διατάζω, παραγγέλλω, τινὶ ποεῖν τι, σε Ξεν.