Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιτιμάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-τῑμάω, μέλ. -ήσω, I. ορίζω την τιμή ενός πράγματος, Λατ. aestimare· 1. αποδίδω τιμή σε, εκτιμώ, τινά, σε Ηρόδ. 2. αυξάνω, υψώνω την τιμή — Παθ., «σηκώνομαι» στην τιμή, σε Δημ. II. 1. λέγεται για δικαστές, επιβάλλω ποινή σε κάποιον, σε Ηρόδ. 2. με αιτ., ψέγω, επικρίνω, κακίζω, σε Δημ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.· απόλ., σε Θουκ.