LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπιτηδεύω"
- ἐπιτηδεύω, παρατ. ἐπετήδευον, αόρ. αʹ ἐπ-ετήδευσα, παρακ. -τετήδευκα, Παθ. -τετήδευμαι (όπως αν προερχόταν από τα ἐπί και τηδεύω, αλλά δεν υπάρχει τέτοιο ρήμα· και το ἐπιτηδεύω μάλλον σχηματίζεται κατ' ευθείαν από το ἐπιτηδές)· 1. καταπιάνομαι ή εξασκώ κάτι, επαγγέλομαι, Λατ. studere rei, με αιτ., σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, ἐπ. τι πρός τι, επινοώ για έναν σκοπό, σε Ηρόδ. — Παθ., γίνομαι τέτοιος με κόπους και άσκηση, γίνομαι τέτοιου είδους μέσω της τέχνης, στον ίδ.· λέγεται για σκύλους, εκπαιδεύομαι, σε Ξεν. 2. με απαρ., φροντίζω να κάνω, συνηθίζω να κάνω, σε Ηρόδ., Πλάτ.