Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιτίθημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-τίθημι, μέλ. -θήσω, παρακ. -τέθεικα· το Παθ. κυρίως συμπληρώνεται από το ἐπίκειμαι·
Α. I.
Ενεργ., θέτω, βάζω ή τοποθετώ πάνω σε, λέγεται για προσφορές που τίθενται πάνω στον βωμό ή για φαγητά πάνω στο τραπέζι κ.λπ., με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· επίσης, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· με αιτ. μόνο, ἐπ. φάρμακα, επιθέτω φάρμακα, βάζω γιατρικά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ. στήλην, την τοποθετώ, την στήνω, την υψώνω, σε Ηρόδ. II. βάζω επάνω κάλυμμα ή πώμα, σε Ομήρ. Οδ.· λίθον ἐπέθηκε θύρῃσιν, δηλ. τοποθέτησε έναν βράχο ως πόρτα στην σπηλιά· κλείνω, φράζω, σε Ομήρ. Ιλ., Όμηρ. III. 1. παρέχω ή δίνω επιπλέον, προσθέτω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για χρόνο, επιφέρω, σε Ομήρ. Οδ. IV.1. μύθῳ ή μύθοις τέλος ἐπιθεῖναι, βάζω, δίνω ένα τέλος σε αυτά, σε Ομήρ. Ιλ. 2. βάζω, φορώ ως συμπλήρωμα, ἐπέθηκε κορώνην, στο ίδ.· ἐπ. κεφαλαῖον (βλ. κεφαλαῖον), σε Δημ. V. επιβάλλω ποινή, θωήν σοι ἐπιθήσομεν, σε Ομήρ. Οδ.· δίκην, ζημίαν ἐπ. τινι, σε Ηρόδ. VI. όπως το ἐπιστέλλω, στέλνω, αποστέλλω γράμμα, στον ίδ., Δημ. VII. δίνω όνομα, σε Ηρόδ., Πλάτ. Β. I. Μέσ., βάζω πάνω μου, φορώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. II. 1. επιδίδομαι, προσηλώνομαι, απασχολούμαι, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. επιχειρώ κάτι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, προσβάλλω, τῇ Εὐβοίῃ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 3. απόλ., δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε, ασκούσε δικαιοσύνη με επιμονή και επιμέλεια, σε Ηρόδ. IV. επιφέρω, προκαλώ στον εαυτό μου, ἀράς, σε Αισχύλ.· επίσης, προκαλώ, προξενώ επιβολή ποινής, σε Θουκ. V. θέτω εντολές, διατάζω, παραγγέλλω, τί τινι, σε Ηρόδ. VI. δίνω όνομα, ονομάζω, σε Ομήρ. Οδ.