LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπιτήδευμα"
- ἐπιτήδευμα, -ατος, τό, εργασία, ασχολία, επάγγελμα, ενέργεια, συνήθεια, Λατ. studium, σε Θουκ., Πλάτ.