Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιτέμνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-τέμνω, Ιων. -τάμνω, μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ ἐπέτᾰμον· I. χαράζω την επιφάνεια, κάνω εντομή, σχίζω, τέμνω, κόβω, τραυματίζω, μαχαιρώνω, Λατ. incidere, σε Ηρόδ., Αισχίν.Μέσ., ἐπιτάμνεσθαι τοὺς βραχίονας, να χαράξουν τα χέρια τους, σε Ηρόδ. II. περικόπτω, διακόπτω, συντομεύω, συντέμνω, σε Πλούτ.