LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐπιστηρίζω"
- ἐπι-στηρίζω, μέλ. -ξω, στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο — Παθ., στηρίζομαι πάνω σε κάτι, τινι, σε Λουκ.